κράτει, ρ. [προστακτ. του ρ. κρατώ]. 1. σταμάτα: «κράτει μισό λεπτό στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα». 2α. ως επιφών. κράτει! προσταγή σε οδηγό αυτοκινήτου ή άλλου τροχοφόρου να σταματήσει, συνήθως στην περίπτωση που τον καθοδηγούμε πώς να παρκάρει ή σε κάποιον άλλον ελιγμό· βλ. και φρ. κράτει οι μηχανές. β. πάψε να μιλάς: «κράτει, ρε παιδάκι μου, να σου πω κι εγώ αυτό που θέλω!». Συνών. βάστα! (13β, γ) / οπ! (6) / όπα! (5) / στοπ! (3β, γ) / φέρμα! (α, β)·
- κάνω κράτει, δείχνω εγκράτεια, συγκρατιέμαι: «κάνε κράτει, ρε παιδάκι μου, πολύ πίνεις!». (Λαϊκό τραγούδι: για σταθείτε, ρε σεις μάγκες, κάντε κράτει ρε παιδιά, δεν αξίζει μια χαμούρα για δυο μάγκες του ντουνιά
- κράτει οι μηχανές, (στη ναυτική γλώσσα) πρόσταγμα να σταματήσουν να δουλεύουν οι μηχανές του πλοίου. Πρβλ.: μην κάνεις κράτει φορτηγό, έξω ποτέ μου δεν θα βγω. (Λαϊκό τραγούδι).